ἔντομος — cut in pieces masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έντομος — η, ο (Α ἔντομος, ον) 1. ο χωρισμένος με εντομές 2. το ουδ. ως ουσ. το έντομο γενική ονομασία που περιλαμβάνει μικρά στο μέγεθος αρθρωτά ζώα τών οποίων το σώμα διαιρείται με εντομές σε τρία μέρη (κεφαλή, θώρακα και κοιλία) (οι μύγες, τα μυρμήγκια … Dictionary of Greek
ἐντόμως — ἔντομος cut in pieces adverbial ἔντομος cut in pieces masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔντομον — ἔντομος cut in pieces masc/fem acc sg ἔντομος cut in pieces neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντόμοις — ἔντομος cut in pieces masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντόμου — ἔντομος cut in pieces masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντόμους — ἔντομος cut in pieces masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντόμων — ἔντομος cut in pieces masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔντομα — ἔντομος cut in pieces neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔντομοι — ἔντομος cut in pieces masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Insect — For the Breed 77 album, see Insects (album). Insect Temporal range: 396–0 Ma … Wikipedia